εναρμονιστής

εναρμονιστής
ο
μουσ.
1. αυτός που γνωρίζει τους κανόνες τής αρμονίας και προσαρμόζει σ' ένα μελωδικό θέμα την κατάλληλη μουσική αρμονία
2. αυτός που προσαρμόζει σε αρμονικό σύνολο
3. ο άνθρωπος που εναρμονίζει τις διάφορες συστοιχίες τών εκκλησιαστικών μουσικών οργάνων κατά την κατασκευή τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναρμονιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που εναρμονίζει, που προσαρμόζει αρμονική συνοδεία σε μελωδικό θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”